Ημερολόγιο

Ζώδια


Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Ο οικόσιτος χοίρος (κοινώς γουρούνι) είναι οικόσιτο θηλαστικό ζώο που ανήκει στο γένος συς, στην οικογένεια συίδες και στην τάξη αρτιοδάκτυλα. Είναι ζώο παμφάγο και πολύ γόνιμο. Απαντάται σε όλα τα μέρη της γης και εκτρέφεται κυρίως για το κρέας του. Είναι γνωστό από τα αρχαιότατα χρόνια και πιστεύεται ότι ο κατοικίδιος χοίρος ή συς ο οικοδίαιτος (Sus scrofa domesticus, Συς η σκρόφα ο οικιακός) προέρχεται από τον αγριόχοιρο, τον οποίο εξημέρωσαν οι πρόγονοί μας κατά την παλαιολιθική εποχή.
Ο κάστορας είναι τρωκτικό που ζει κυρίως στο νερό. Ανήκει στην οικογένεια Καστορίδες. Ένας ενήλικος κάστορας έχει μήκος πάνω από 40 cm και ζυγίζει περίπου 25 Kg. Η μέση διάρκεια ζωής τους είναι τα 20-24 χρόνια.
Υπάρχουν δύο είδη κάστορα, ο Αμερικανικός (Castor canadensis) και ο Ευρωπαϊκός-Ασιατικός (Castor fiber).
Οι κάστορες έχουν δυνατούς κοπτήρες, με τους οποίους κόβουν κλαδιά και τα χρησιμοποιούν για να φτιάχνουν τη φωλιά τους. Φτιάχνουν ακόμα και φράγματα σε ποταμούς, για να δημιουργήσουν μικρές τεχνητές λίμνες, στις οποίες χτίζουν τη φωλιά τους.
Λόγω του τριχώματός τους, το οποίο χρησιμοποιείται για γούνες, ο πληθυσμός τους μειώνεται παγκοσμίως.
Σκαντζόχοιροι λέγονται τα μικρά αγκαθωτά θηλαστικά της υποοικογένειας των ερινακεϊνών, της οικογένειας των ερινακεϊδών, της τάξης των εντομοφάγων. Υπάρχουν 15 είδη σκαντζόχοιρων σε 4 γένη, που συναντώνται στην Ασία, την Ευρώπη, την Αφρική και τη Νέα Ζηλανδία (όπου έχουν εισαχθεί).

Με το όνομα παπαγάλος είναι γνωστά διάφορα είδη από δενδρόβια, ως επί το πλείστον, πουλιά που σχηματίζουν τη τάξη των Ψιττακόμορφων (Psittaciformes), η οποία χωρίζεται σε 3 οικογένειες: Κακατουίδες(Cacatuidae), Ψιττακίδες (Psittacidae) και Γλαυκοπίδες (Strigopidae). Υπάρχουν σήμερα 386 ταξινομημένα είδη παπαγάλων, που ανήκουν σε 88 γένη.[1]
Τα συναντάμε σε όλες τις ηπείρους της γης, εκτός από την Ευρώπη στην οποία δεν υπάρχει κανένα είδος. Στον ελλαδικό χώρο είναι γνωστοί από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όταν για πρώτη φορά ο ίδιος και άντρες από το εκστρατευτικό του σώμα έφεραν παπαγάλους. Όσο αφορά τις Η.Π.Α. εκεί ενδέχεται να συναντήσει κανείς το Παρακίτ της Καρολίνα (Carolina Parakeet) ή τον Thick-Billed, παρόλο που τα είδη αυτά δεν ενδημούν εκεί.
Κουκουβάγια ή γλαύκα ονομάζεται κάθε μέλος της βιολογικής τάξης Γλαυκόμορφα (Strigiformes), η οποία ανήκει στην ομοταξία των Πτηνών (Aves) και περιλαμβάνει περίπου 200 είδη αρπακτικών και στην πλειονότητά τους νυκτόβιων πουλιών. Κατανέμονται σε όλες τις ηπείρους εκτός της Ανταρκτικής και έχουν αναπτύξει αξιόλογες προσαρμογές στη νυχτερινή διαβίωση. Διακρίνουμε δυο οικογένειες γλαυκών: την οικογένεια των Τυτονιδών(Tytonidae) η οποία περιλαμβάνει λιγοστά (16) είδη, και την οικογένεια των Γλαυκιδών (Strigidae) όπου ανήκουν τα περισσότερα είδη κουκουβάγιας.

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Ο ρινόκερος με δύο κέρατα, το ένα πίσω από το άλλο, ονομάζεται και αφρικανικός ή μαύρος και είναι ο μικρότερος του είδους με μήκος 3-3,75 μέτρα, ύψος 1,5 μέτρα και βάρος 2 τόνους. Το πιο μακρύ από τα 2 κέρατα φθάνει τα 1,30 μέτρα. Είναι ο πιο επιθετικός του είδους, μοναχικός και δύστροπος, ενώ επιτίθεται όταν διαταραχθεί η ησυχία του. Ο πλατύρρινος, γνωστότερος ως λευκός, είναι ο μεγαλύτερος του είδους, με μήκος που φτάνει τα 4 μέτρα, ύψος τα 2 μέτρα και βάρος τους 3 τόνους. Φέρει επίσης δύο κέρατα, το χείλος του όμως είναι πλατύ, αντίθετα με τον «μαύρο» ρινόκερο του οποίου είναι μυτερό σαν προβοσκίδα, ο ίδιος βρίσκεται δε στις περιοχές της Νοτίου Αφρικής. Χαρακτηρίζεται ως πιο κοινωνικός, ζει σε μικρές ομάδες και είναι σπάνια επιθετικός. Το χρώμα του δέρματος και των δύο ειδών είναι γκριζωπό και δεν σχετίζεται με την ονομασία τους. Χαρακτηριστικό των αφρικανικών ρινόκερων είναι η συμβίωση τους με ένα είδος πτηνού, τους βουφάγους, που τρέφονται με παράσιτα του δέρματος.
Μουλάρι ή ημίονος ονομάζεται το ζώο που προέρχεται από τη διασταύρωση αλόγου και γάϊδαρου. Το μουλάρι προέρχεται από γονιμοποίηση φοράδας από γάιδαρο. Ένα διαφορετικό είδος, το γαϊδουρομούλαρο ή γίννος, προκύπτει όταν γίνει γονιμοποίηση θηλυκού γαϊδουριού από άλογο. Το μουλάρι (αλλά και το γαϊδουρομούλαρο) είναι ένα υβρίδιο, προκύπτει δηλαδή από τη διασταύρωση δυο διαφορετικών αλλά συγγενών ειδών.
Μορφολογικά το μουλάρι ομοιάζει στο σώμα και το δέρμα με γάιδαρο, ενώ στις περιοχές του λαιμού και του κεφαλιού περισσότερο με άλογο. Ενώ το άλογο έχει 64 χρωμοσώματα, και το γαϊδούρι 62, το μουλάρι έχει 63. Το μουλάρι δεν μπορεί να αναπαραχθεί λόγω του αριθμού των χρωμοσωμάτων που έχει και είναι στείρο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις υπάρχουν γεννήσεις από μουλάρια, αλλά είναι ιδιαίτερα σπάνιες.
Το μουλάρι είναι πιο μεγαλόσωμο και έχει το σώμα ενός αλόγου και τα πόδια ενός γαϊδουριού.Το γαϊδουρομΜουλάρι ή ημίονος ονομάζεται το ζώο που προέρχεται από τη διασταύρωση αλόγου και γάϊδαρου. Το μουλάρι προέρχεται από γονιμοποίηση φοράδας από γάιδαρο. Ένα διαφορετικό είδος, το γαϊδουρομούλαρο ή γίννος, προκύπτει όταν γίνει γονιμοποίηση θηλυκού γαϊδουριού από άλογο. Το μουλάρι (αλλά και το γαϊδουρομούλαρο) είναι ένα υβρίδιο, προκύπτει δηλαδή από τη διασταύρωση δυο διαφορετικών αλλά συγγενών ειδών.
Μορφολογικά το μουλάρι ομοιάζει στο σώμα και το δέρμα με γάιδαρο, ενώ στις περιοχές του λαιμού και του κεφαλιού περισσότερο με άλογο. Ενώ το άλογο έχει 64 χρωμοσώματα, και το γαϊδούρι 62, το μουλάρι έχει 63. Το μουλάρι δεν μπορεί να αναπαραχθεί λόγω του αριθμού των χρωμοσωμάτων που έχει και είναι στείρο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις υπάρχουν γεννήσεις από μουλάρια, αλλά είναι ιδιαίτερα σπάνιες.
Το μουλάρι είναι πιο μεγαλόσωμο και έχει το σώμα ενός αλόγου και τα πόδια ενός γαϊδουριού.Το γαϊδουρομούλαρο έχει το σώμα γαϊδουριού και τα πόδια ενός αλόγου. Είναι πιο μικρόσωμο από το μουλάρι .ούλαρο έχει το σώμα γαϊδουριού και τα πόδια ενός αλόγου. Είναι πιο μικρόσωμο από το μουλάρι.
Ο τάρανδος (Rangifer tarandus - Τάρανδος ο τάρανδος), γνωστός και ως καριμπού στη Βόρεια Αμερική, είναι ελάφι που κατοικεί σε αρκτικές περιοχές.
Η Άλκη (ΛατινικάAlces alces) (Άλκη η άλκη) είναι αμερικάνικη έλαφος. Απαντάται στη Βόρεια Αμερική και την Ευρασία. Είναι το μεγαλύτερο υπάρχον ζώο της οικογένειας των ελαφίδων. Το ύψος μιας μέσης αρσενικής άλκης στο ακρώμιο είναι 1,4 με 2,1 μέτρα και βάρος 380 με 700 κιλά. Τα θηλυκά είναι μικρότερα.
To ελάφι είναι ζώο θηλαστικόμηρυκαστικό, που ανήκει στην οικογένεια των ελαφιδών και στην τάξη των αρτιοδακτύλων. Είναι όμορφο, λεπτόσωμο, με κοντό καστανόχρωμο μαλακό τρίχωμα. Το κεφάλι του είναι μικρό, με ρύγχος μυτερό. Έχει μεγάλα όμορφα μάτια και λεπτά ευκίνητα πόδια. Το αρσενικό έχει στο κεφάλι του κέρατα μεγάλα με διακλαδώσεις που ανανεώνονται κάθε χρόνο και μοιάζουν με φύλλα πλατιά.
Ζει σε πυκνά δάση ζευγαρωτά ή πολλά μαζί (αγέλες) και τρέφεται με χλόη, χόρτα ή και με τη φλούδα από τους κορμούς των μικρών δέντρων, τους οποίους επίσης καταστρέφει τρίβοντας επάνω τα κέρατά του, όταν είναι η εποχή να αλλάξει το δέρμα του. Το ελάφι συναντάται σε πολλές παραλλαγές (με κέρατα ή χωρίς, μεγαλόσωμο ή μικρόσωμο, με ουρά ή χωρίς, με χαυλιόδοντες ή όχι με μεγάλα ή μικρά αυτιά κλπ.) σε όλο τον κόσμο εκτός από την Αφρική και την Αυστραλία. Στην Αμερική είναι μεγαλόσωμα, στην Κίνα μικρόσωμα χωρίς κέρατα, στην Ιάβα και Σουμάτρα μεγάλα με κοντά κέρατα, στην Ευρώπη μέτρια κλπ.
Ο ιαγουάρος ή τζάγκουαρ (Panthera onca - Πάνθηρ η όνκα), προφέρεται στα βραζιλιάνα πορτογαλικά Ζαγκουάρ και στα ισπανικά Χαγουάρ: βραζιλιανή πορτογαλική προφορά ΔΦΑ: [ʒɐˈɡwaʁ], ισπανική προφορά : [xaˈɣwar], είναι σαρκοφάγο θηλαστικό που κατοικεί στη Νότια και Κεντρική Αμερική από την Παταγονία ως την Αριζόνα.
Το πούμα (Puma concolor - Πούμα το ομοιόχρουν) ή αλλιώς κούγκαρ ή λιοντάρι της Αμερικής, είναι αιλουροειδές θηλαστικό που ζει σ' όλη την Αμερική από το δυτικό Καναδά μέχρι τα βόρεια της Παταγονίας. Μπορεί να ζήσει άνετα στα βουνά, στους βάλτους, στις σαβάνες και στα δάση ακόμα και σε υψόμετρο 4.000 μ. Το μεγαλύτερο μήκος ζώου που έχει καταγραφεί είναι 3 μέτρα από τα οποία το ένα η ουρά, και βάρος 120 κιλά. Το χρώμα της κοντής, πυκνής γούνας ποικίλλει σημαντικά από κιτρινωπό καφέ σε κόκκινο ή και σκουρότερο το χειμώνα. Ο λαιμός, το στήθος και η κοιλιά είναι άσπρα. Ζει μοναχική ζωή και διακρίνεται για τη δύναμη του. Μπορεί να κάνει άλματα 6 μ. και περισσότερο.Φτάνει περίπου τα 80 km/h.
Μεγάλη σαύρα που κατοικεί στα νησιά γύρω από την Ινδονησία, ο Δράκος του Κομόντο είναι η μεγαλύτερη ζωντανή σαύρα του κόσμου, αφού μερικές φορές μπορεί να φτάσει τα 3 μέτρα σε μήκος, ενώ είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος, καθώς είναι γνωστό ότι επιτίθεται και καταβροχθίζει κυριολεκτικά οποιοδήποτε έμβιο ον, ακόμα και ανθρώπους. Απατάνται στα νησιά ΚομόντοΡίνκαΦλόρεςΓκίλι Μοτάνγκ και Γκίλι Ντασάμι. Ανήκει στους βαράνους.
Στο στόμα του δράκου υπάρχουν περίπου 60 μικρά και αιχμηρά δόντια, σχεδιασμένα για να τεμαχίζουν και να σκίζουν σάρκα. Αυτή η σαρκοβόρα σαύρα μπορεί να καταναλώσει ένα γεύμα έως και 80 τοις εκατό το βάρος του σώματός του. Οι Κόμοντο καταβροχθίζουν οποιοδήποτε είδος κρέατος μπορούν να βρουν, ακόμα και αν αυτό είναι ένας νεαρός κομόντο ή ένας άνθρωπος. Κυνηγούν ή στήνουν ενέδρα σε όλα τα ζώα τους οικοσυστήματός τους, δηλαδή είναι τα κορυφαία αρπακτικά.
Το σαλιγκάρι είναι γαστερόποδο πνευμονοφόρο μαλάκιο που το σώμα του προφυλάσσεται από ένα περιελιγμένο όστρακο. Χαρακτηριστικότερο είδος είναι ο Κοχλίας ο πωματίας (Helix pomatia) κοινώς σαλιγκάρι, σάλιαγκας, χοχλιός, καράολος στην κυπριακή διάλεκτο. Έχει μακρόστενο σώμα, που προεξέχει εν μέρει από το κέλυφος, και κεφάλι το οποίο φέρει δύο ζευγάρια κεραιών που συστέλλονται. Τρέφεται με φυτικές ύλες (χορτάρι, βλαστάρια) τις οποίες αποσπά από το υπόστρωμα χρησιμοποιώντας την γλώσσα του (που φέρει κερατώδεις σχηματισμούς σαν δόντια) ενώ κινείται αργά αφήνοντας ίχνη βλέννας και εμφανίζεται κυρίως τις βροχερές μέρες. Το σαλιγκάρι χωρίς κέλυφος ονομάζεται γυμνοσάλιαγκας. Άλλη ονομασία του γυμνσιάλαγκα στην κυπριακή διάλεκτο είναι βουρβουλάς.
Τα σαλιγκάρια δραστηριοποιούνται όταν επικρατεί υγρασία (π.χ μετά την βροχή, κατά την διάρκεια της νύχτας) ενώ όταν οι συνθήκες είναι υπερβολικά ξηρές υποχωρούν στο εσωτερικό του κελύφους και σφραγίζουν την είσοδο με ένα είδος προσωρινού καλύμματος από αποξηραμένη βλέννα, το επίφραγμα. Σε αυτή την κατάσταση τα σαλιγκάρια βρίσκονται σε ένα είδος «νάρκης»[1] και μπορούν να επιβιώσουν χωρίς νερό για μήνες.
Στην Ευρώπη έχουν καταγραφεί 400 είδη σαλιγκαριών και σε όλο τον κόσμο 4000 είδη. Στην Ελλάδα τρία κυρίως είδη θεωρούνται εδώδιμα, τα Helix lucorum, Helix pomatia και Helix aspersa.

Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

Το Ζαρκάδι (Capreolus capreolus) ανήκει στην οικογένεια των ελαφιών και αποτελεί ένα από τα πιο ιδιαίτερα ζώα. Έχει πολύ μεγάλη εξάπλωση σε όλο τον Ευρωπαϊκό χώρο, αλλά και ευρασιατικό χώρο λόγω του ότι είναι εξαιρετικά ευπροσάρμοστο και ανεκτικό σε πιέσεις ζώο. Το ζαρκάδι είναι ευλύγιστο και εξαιρετικά ευγενές και ντελικάτο ζώο, όχι ιδιαίτερα μεγαλόσωμο, με μέσο όρο βάρους σε ενήλικα άτομα να είναι από 17-33 kg (Στην Σιβηρία ή σε άλλες περιοχές της Ρωσίας ή πρώην Σοβιετικών κρατών , έχουν αναφερθεί άρρεν άτομα του είδους , ακόμη και 50-55 kg και αντίστοιχα μεγαλύτερο ύψος κτλ.) Τα ενήλικα ζώα φτάνουν σε ύψος ακρώμιου περίπου τα 1,25 - 1,30 cm. Είναι αποκλειστικά φυτοφάγο και εξαιρετικά δειλό ζώο, κινούμενο κυρίως τις πολύ πρωινές ή προς σούρουπο - απογευματινές ώρες. Ζευγαρώνει στα τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου και συνήθως τα θηλυκά κυοφορούν 2 μικρά από τα οποία και τα 2 , εάν δεν παρέμβουν αρπακτικά , επιβιώνουν χάρη στην εξαιρετικά μεγάλη, αλλά για σύντομα διαστήματα, ταχύτητα τους. Τα αρσενικά ζαρκάδια φύουν κέρατα τα οποία στην αρχή είναι καλυμμένα με βελούδο αλλά στην συνέχεια τρίβοντας τα επάνω σε δέντρα απομακρύνουν την σαρκική αυτή επικάλυψη και μένει το κέρατο. Η συνηθέστρη παραλλαγή τους, σε ενήλικα πάντα ζώα, είναι οι 3 κόγχες - προεξοχές. Δεν φύουν περισσότερες , ακόμη και εάν μεγαλώσουν αρκετά σε ηλικία, αλλά αυτό φαίνεται από μικρές κοκκάλινες προεξοχές που εμφανίζονται στην βάση των κεράτων (ονομάζονται και ¨μαργαριτάρια¨)και από τις οποίες καταλαβαίνουμε την ηλικία κάποιου ζώου. Συνήθως αυτή η διαδικασία λαμβάνει μέρος στα μέσα του του χειμώνα , όπου και χρησιμεύουν τα κέρατα προς υπεράσπιση της εδαφικής ζώνης που κατέχει κάθε αρσενικό προς διαιώνιση του είδους. Στην Ελλάδα αποτελεί την κύρια τροφή του λύκου αλλά και του λύγκα. Η θήρευσή του επιτρέπεται σχεδόν σε όλη την Ευρώπη όπου πλέον σε κάποιες εκ των χωρών αυτών, υπάρχουν πολλοί μεγάλοι πληθυσμοί, αλλά απαγορεύεται στην Ελλάδα, όντας χαρακτηρισμένο ως ζώο της κατηγορίας ¨τρωτό¨. Η γεύση του είναι εξαιρετική και το κρέας του εξαιρετικά θρεπτικό.
Η ζέβρα είναι περισσοδάκτυλο θηλαστικό ζώο που ανήκει στις Ιππίδες, συγγενής του αλόγου. Το συνηθέστερο είδος Ζέβρας είναι η Ζέβρα η γνήσια (Equus zebra).
Γενικά, μοιάζει με το άλογο. Το τρίχωμά της είναι άσπρο ή πολύ ανοιχτό κίτρινο με λεπτές μαύρες ραβδώσεις, οι οποίες υπάρχουν και πάνω στην κοντή και όρθια χαίτη της. Έχει μήκος 2,2μ. και ζυγίζει γύρω στα 200 κιλά. Έχει μικρό κεφάλι, αλλά ευκίνητα αυτιά, που στρέφονται σε μεγάλες γωνίες.
Η εγκυμοσύνη της ζέβρας διαρκεί 11-13 μήνες. Τα θηλυκά γεννούν ένα συνήθως μικρό, του οποίου το τρίχωμα είναι κίτρινο, ενώ οι ραβδώσεις του καφετί. Σταδιακά αποκτά το μαυρόασπρο χρώμα των γονιών του. Θηλάζει για 7 μήνες, και απομακρύνεται από την οικογένειά του, μόλις η θηλυκή μείνει πάλι έγκυος.
Το είδος Equus Zebra ζει στην νότια και δυτική Αφρική. Τα άτομα δεν μένουν μόνα τους, αλλά σε αγέλες. Μερικές φορές μάλιστα βόσκουν μαζί με αντιλόπες ή στρουθοκαμήλους για να αντιμετωπίσουν τα σαρκοφάγα αποτελεσματικότερα. Άλλα είδη: Εquus burchelli, που τείνει να εξαφανιστεί τελείως, Equus quaga, που μοιάζει πιο πολύ με άλογο παρά με ζέβρα και Equus grevyi, η μεγαλύτερη απ' όλες.
Από τα θηλαστικά, η καμήλα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη αντοχή στις συνθήκες που επικρατούν στις ερήμους.
Το νερό που χρειάζεται το παίρνει από το λίπος που έχει αποθηκευμένο στις καμπούρες της. Το λίπος καίγεται μέσα στον οργανισμό της και της δίνει το νερό που έχει ανάγκη. Από την καύση 100 γραμμαρίων λίπους εξοικονομεί 107 γραμμάρια νερού.
Οι καρχαρίες είναι ψάρια που ανήκουν στην υπέρταξη σελαχίμορφα. Οι καρχαρίες και τα μικρότερα συγγενικά τους σκυλόψαραγαλέοι κ.ά. έχουν ομοιογένεια μορφολογική και λειτουργική. Έχουν ασβεστοποιημένο και αποκλειστικά χόνδρινο σκελετό, μεγάλο κεφάλι, μεγάλα δόντια, σώμα επίμηκες, υδροδυναμικό, ισχυρή ουρά, με συνήθως ετερόκερκο ουραίο πτερύγιο, δέρμα τραχύ (καστανό στη ράχη και καστανόλευκο στην κοιλιά) καλυμμένο από «πλακοειδή λέπια» (δερματικά δόντια). Πρόκειται για ταχύτατους και άριστους κολυμβητές, αδηφάγα, σαρκοβόρα ψάρια. Επίσης οι περισσότεροι καρχαρίες είναι ωοζωοτόκα ζώα.
Η ονομασία καρχαρίας προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "κάρχαρον" (= πριόνι), λόγω σχήματος και διάταξης των δοντιών του.
Οι καρχαρίες έχουν διαφοροποιηθεί σε περίπου 440 είδη με μέγεθος από 20 εκατοστά μέχρι 15 μέτρα (φαλαινοκαρχαρίας). Ζουν κυρίως στις θερμές θάλασσες, αλλά μπορεί να τους συναντήσει κανείς σπάνια και σε μεγάλους πλωτούς ποταμούς στους οποίους εισέρχονται ακολουθώντας τα εμπορικά πλοία, με εξαίρεση τον ταυροκαρχαρία[notes 1] που μπορεί να ζήσει άνετα τόσο στο γλυκό όσο και αλμυρό νερό.
Πολλά γνωστά είδη όπως ο λευκός καρχαρίας, ο καρχαρίας τίγρης, ο γλαυκοκαρχαρίας, ο καρχαρίας μάκο και ο σφυροκέφαλος είναι κορυφαίοι κυνηγοί. Ωστόσο, παρά το θαυμασμό που προκαλούν στον άνθρωπο, συχνά κινδυνεύουν από δραστηριότητές του, όπως η αλιεία.
Η ονομασία «καρχαρίας» προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη κάρχαρον (= πριόνι), λόγω του σχήματος και της διάταξης της οδοντοστοιχίας του.
Τα δελφίνια είναι θαλάσσια θηλαστικά, που ανήκουν στην ίδια οικογένεια με τις φάλαινες. Υπάρχουν περίπου 17 γένη δελφινιών και 40 είδη. Η ονομασία αναφέρεται κυρίως στα "γνήσια δελφίνια" της υπο-οικογένειας των Δελφινιών, που όμως επεκτείνεται και σε άλλα είδη ("μη γνήσια δελφίνια"), όπως αυτά της οικογένειας των Πλατανιστιδών και των Στενιδών.
Το άλογο ή ίππος,ποιητικά άτι (Equus caballus), είναι τετράποδο περισσοδάκτυλο θηλαστικό της οικογένειας των ιππιδών (Equidae), που χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα ως μέσο μετακίνησης και αποτέλεσε βασική κινητήρια δύναμη των αμαξών αλλά και χρήσιμο εργαλείο στον πόλεμο όπως και σε αθλητικούς αγώνες . Βοήθησε επίσης την εξάπλωση των ανθρώπων σε νέες περιοχές, καθώς και τη μετανάστευση ολόκληρων λαών. Εξημερώθηκε από τον άνθρωπο γύρω στο 4.500 π.Χ. Στην αρχαία ελληνική, η ονομασία του ήταν ίππος.