Ημερολόγιο

Ζώδια


Παρασκευή 3 Ιουλίου 2015


O ξιφίας, κοινώς ξιφιός, (επιστημονικό όνομα Xiphias gladius - Ξιφίας το ξίφος) είναι μεγάλο μεταναστευτικό αρπακτικό ψάρι, του οποίου το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η μακριά και επίπεδη επέκταση της άνω σιαγόνας, η οποία μοιάζει με ξίφος, εξ ου και η ονομασία του. Ο ξιφίας έχει μεγάλο επίμηκες και στρογγυλό σώμα και χάνει όλα τα δόντια και τα λέπια του μέχρι την ενηλικίωση. Μπορεί να ζήσει κοντά στην ακτή. Το μήκος του φτάνει τα 4 - 4,5 μέτρα, ενώ έχουν καταγραφεί και ξιφίες που το βάρος τους ήταν λίγο μεγαλύτερο από μισό τόνο. Ένας ξιφίας που πιάστηκε στη Χιλή το 1953 είχε βάρος 536,15 κιλά.
Είναι το μοναδικό μέλος της οικογένειας των ξιφοειδών.
Κατά τη διάρκεια του κυνηγιού ο ξιφίας βασίζεται στη μεγάλη ταχύτητα (80 χιλιόμετρα την ώρα) και την ευκινησία του, ενώ χρησιμοποιεί το "ξίφος" για να τραυματίσει εχθρούς ή θηράματα, τόσο με εφόρμηση (κάθετα ως λόγχη) όσο και θεριστικά (δεξιά - αριστερά ως δρεπάνι) μέσα σε κοπάδι ψαριών. Ο ξιφίας είναι ο μεγαλύτερος εχθρός των τόνων. Ένας από τους λίγους φυσικούς εχθρούς του ξιφία είναι ο καρχαρίας μάκο, ο οποίος μπορεί να κυνηγήσει τον ξιφία επειδή είναι αρκετά μεγάλος και γρήγορος, αλλά δεν βγαίνει πάντα νικητής, καθώς ο ξιφίας μπορεί να τον τραυματίσει θανάσιμα.
Γυρίνος ονομάζεται η προ νυμφική μορφή που έχουν οι βάτραχοι πριν από την μεταμόρφωσή τους σε κανονικά άτομα. Ζουν αποκλειστικά στο νερό και αναπνέουν με βράγχια.
Γυρίνος (gurinus) ονομάζεται, επίσης, ένα γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των γυρινιδών. Ζει σε μικρούς κόλπους ή τέλματα, που σχηματίζουν τα τρεχούμενα νερά ή τα νερά της βροχής.

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

Τα παπαγαλάκια Μπάτζι (Budgie ή Budgerigar), είναι από τα πλέον δημοφιλή οικόσιτα είδη παπαγάλων και είναι ιδιαίτερα αγαπητά για τον παιχνιδιάρικο αλλά ταυτόχρονα γλυκύτατο χαρακτήρα τους. Μελετήθηκαν το 1840 από τον Βρετανό ορνιθολόγο John Gould και έκτοτε έγιναν ευρέως γνωστά σε όλο τον κόσμο. Η επιστημονική τους ονομασία είναιMellopsittacus Undulatus.

Τα παπαγαλάκια budgie προέρχονται από την μακρινή Αυστραλία και ζουν σε μεγάλα σμήνη σε λιβάδια, σε ανοιχτές θαμνώδεις, δασώδεις και γεωργικές εκτάσεις, με ψηλά δέντρα όπως ακακίες και ευκάλυπτος, με ιδιαίτερη προτίμηση όπου υπ
άρχει κοντά νερό. Το όνομά Budgerigar που μεταφράζεται ως "καλό φαΐ", προήλθε από τους αυτόχθονες ιθαγενείς οι οποίοι τα χρησιμοποιούσαν σαν μεζεδάκια.


Το μέγεθός των budgie δεν ξεπερνάει τα 18 εκατοστά μαζί με την μακριά ουρά τους.
Θαλασσοπούλια είναι πουλιά που περνά ένα μεγάλο μέρος των ζωών τους, έξω από την εποχή αναπαραγωγής τουλάχιστον, εν πλω. Ενώ τα θαλασσοπούλια ποικίλλουν πολύ στον τρόπο ζωής, συμπεριφορά και φυσιολογία, εκθέτουν συχνά το χτύπημα συγκλίνουσα εξέλιξη σαν ίδιες περιβαλλοντικά προβλήματα και σίτιση θέσεις έχει οδηγήσει σε παρόμοιες προσαρμογές. Μερικά είδη θαλασσοπουλιών, όπως αλμπατρός και petrels είναι αληθινά πελάγιος, αναπαράγοντας στους απότομους βράχους θάλασσας και τα μικρά νησιά, και διαχείμαση στον ανοικτό ωκεανό. Εξαρτώνται συνολικά από τη θάλασσα για τα τρόφιμα. Αλλά είδη όπως auks και κορμοράνοι τείνετε να είστε πιο παράκτιος. Μερικά είδη θαλασσοπουλιών είναι ναυτικό για μόνο μέρος του έτους, να τοποθετηθεί εσωτερικός μέσα έλη και επάνω λίμνες.
Τα θαλασσοπούλια ζουν περισσότερο, αναπαράγεται αργότερα και έχει λιγότερες νεολαίες από άλλα πουλιά, αλλά επενδύουν πολύ χρόνο σε εκείνες τις νεολαίες που έχουν. Η περισσότερη φωλιά ειδών στις αποικίες, όποιος μπορεί να ποικίλει στο μέγεθος από μερικά δωδεκάδα πουλιά σε πολλά εκατομμύρια. Είναι διάσημοι για μακρύ ετήσιο επιχειρήσεων μεταναστεύσεις, πέρασμα ισημερινός ή circumnavigating η γη σε μερικές περιπτώσεις. Ταΐζουν και στην επιφάνεια του ωκεανού και κάτω από την, και ακόμη και τροφή η μια με την άλλη.
Θαλασσοπούλια και άνθρωποι έχετε μια μακροχρόνια ιστορία μαζί, έχουν παράσχει τα τρόφιμα κυνηγοί, καθοδηγημένος ψαράδες στην αλιεία των αποθεμάτων και ναυτικοί στο έδαφος. Πολλά είδη είναι αυτήν την περίοδο απειλητικός από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, και συντήρηση οι προσπάθειες είναι εν εξελίξει για να τους συντηρήσουν.
Ο πελεκάνος είναι το γένος των μεγαλόσωμων υδρόβιων πουλιών που περιλαμβάνουν την οικογένεια Πελεκανίδες. Χαρακτηρίζεται από τον μακρύ του λαιμό και το μεγάλο ράμφος, που χρησιμοποιεί για να πιάνει τη λεία του και να στραγγίζει το νερό πριν το πιει. Παρατηρείται σε πολλές, κυρίως εύκρατες, περιοχές της γης. Ζει σε υγρούς τόπους, όπως παραθαλάσσια μέρη και σε πολλά ποτάμια και λίμνες. Το όνομά του προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη πέλεκυς (τσεκούρι) και κατά την κλασική εποχή χρησιμοποιούνταν για να προσδιορίσουν τον πελεκάνο, αλλά και τον δρυοκολάπτη.
Απολιθώματα που έχουν βρεθεί στη Γαλλία δείχνουν μια εξελικτική στάση στο γένος, εδώ και τουλάχιστον 30 εκατομμύρια χρόνια, αφού από το καλά διατηρημένο ράμφος φαίνονται μορφολογικά πανομοιότυποι με τους σημερινούς πελεκάνους.
Η χήνα είναι γένος πτηνών (Επιστ. ονομ.: Χήνα (Anser anser)) που περιλαμβάνει περί τα 15 είδη, τα οποία ζουν σε ψυχρές περιοχές. Ανήκει στην οικογένεια των Νησιών (Anatidae), στην οποία υπάγονται και οι κύκνοι, που είναι συνήθως μεγαλύτεροι από τις χήνες και οι πάπιες, οι οποίες είναι μικρότερες από τις χήνες. Υπάγεται στην τάξη Χηνόμορφα. Έχει σταχτί και άσπρο χρώμα, με μακρύ λαιμό. Ζει πάντα κοντά σε λίμνες, έλη και ποτάμια. Έχει εξημερωθεί εδώ και εκατοντάδες χρόνια πριν. Η κατοικίδια χήνα εκτρέφεται για τα αυγά της, το φτέρωμα και κυρίως το νόστιμο κρέας της.
Το λάμα (Llama glama), προφέρεται στα ισπανικά: Γιάμα, στα ελληνικά προβατοκάμηλος, είναι θηλαστικό που ανήκει στην οικογένεια των Καμηλιδών, είναι δηλαδή συγγενές της καμήλας.
Έχει ύψος 1,70 μ. περίπου και βάρος γύρω στα 100 κιλά. Το τρίχωμά του είναι μακρύ, με χρώμα κοκκινοκάστανο, λευκό ή μαύρο, ανάλογα με το είδος. Το κεφάλι του λάμα είναι κοντό και στενό, με το στόμα να προεξέχει ελαφρά, για να μπορεί να βόσκει, μιας και είναι φυτοφάγο. Το θηλυκό κυοφορεί για 10 μήνες, και γεννάει ένα μόνο μικρό, το οποίο μέσα σε ενάμιση χρόνο έχει δημιουργήσει δική του οικογένεια.
Ζει στα ψηλά οροπέδια του Περού και της Βολιβίας. Προτιμά γενικά τα ψυχρά κλίματα και δεν κατεβαίνει σε ηλιόλουστες και ζεστές πεδιάδες. Από τους ντόπιους χρησιμοποιούνται σαν μέσα μεταφοράς (τα αρσενικά), καθώς μπορούν να διανύσουν 30 χιλιόμετρα την ημέρα κουβαλώντας πάνω από 60 κιλά. Επίσης, είναι γενικά υπάκουα ζώα και έχουν καλή ισορροπία, μπορούν δηλαδή να σκαρφαλώσουν σε αρκετά δύσκολα μονοπάτια. Τα θηλυκά δεν χρησιμοποιούνται για την μεταφορά, αλλά για την παραγωγή μαλλιού.
Εκτός από το κοινό είδος, το Llama glama, υπάρχουν και το Llama pacos, με την ονομασία αλπακά, και το Llama guanicoe, ο κοινός γουανάκος.
Οι μέδουσες είναι θαλάσσια ασπόνδυλα (κνιδόζωα) της τάξης σκυφόζωα. Πρόκειται για πλαγκτονικούς οργανισμούς, οι οποίοι απαντώνται σε όλες τις θάλασσες του κόσμου. Αντιπροσωπεύουν το κυρίαρχο στάδιο του βιολογικού κύκλου των κοιλεντερωτών, υδρόζωων (υδρομέδουσες, που έχουν ένα κράσπεδο , που περιβάλλει την κοιλότητα που σχηματίζεται κάτω από την «ομπρέλα» τους) και σκυφόζωων (που δεν έχουν κράσπεδο)[1] (σκυφομέδουσες). Ζουν σε ομάδες και το τσίμπημά τους προκαλεί κνησμό και παράλυση της λείας τους. Τρέφονται με μικρά ψάρια και ζωοπλαγκτόν, τα οποία συλλαμβάνουν με τα πλοκάμια τους.
Είναι γνωστότερες με την κοινή ονομασία τσούχτρες.
Το κρι-κρι (Capra aegagrus creticus), μερικές φορές αποκαλούμενο κρητική αίγα, αγρίμι ή κρητικό αγριοκάτσικο, θεωρείται υποείδος του αγριοκάτσικου. Το κρι-κρι είναι ένα μεγάλο οπληφόρο θηλαστικό γηγενές της ανατολικής Μεσογείου το οποίο σήμερα βρίσκεται μόνο στην Κρήτη και τρία μικρά νησάκια κοντά της (νήσοι ΔίαΘοδωρού, και Άγιοι Πάντες).
Το κρι-κρι έχει ανοιχτόχρωμη καφέ γούνα με μια πιο σκούρα λωρίδα γύρω από το λαιμό του. Έχει δύο κέρατα τα οποία διευθύνονται προς τα πίσω. Στο φυσικό τους τόπο είναι ντροπαλά και ξεκουράζονται στη διάρκεια της ημέρας. Αποφεύγουν τους τουρίστες και κάνουν μεγάλα πηδήματα ή ανεβαίνουν απότομες πλαγιές χωρίς πρόβλημα.
Το κρι-κρι δεν θεωρείται αυτόχθων της Κρήτης, αλλά εισήχθη στη Μινωική εποχή. Πάντως, δεν εμφανίζεται πουθενά αλλού και συνεπώς θεωρείται ενδημικό είδος της Κρήτης. Παλιότερα ήταν κοινό σε όλο το Αιγαίο αλλά το τελευταίο του καταφύγιο είναι στις κορυφές των Λευκών Ορέων στη δυτική Κρήτη – ιδιαίτερα σε μία σειρά σχεδόν κατακόρυφων βράχων 900 μέτρων στο φαράγγι της Σαμαριάς. Το φαράγγι έχει ανακηρυχθεί Εθνικός Δρυμός για να προστατευθεί η σπάνια πανίδα και χλωρίδα του. Φιλοξενεί άλλα 14 ενδημικά ζωικά είδη και προστατεύεται από την UNESCO ως Απόθεμα της Βιόσφαιρας (Biosphere Reserve).
Ο κροκόδειλος είναι ζώο που ανήκει στην τάξη των μεγάλων ερπετών. Η τάξη αυτή διαιρείται σε τρεις οικογένειες: των κροκοδειλιδών, των αλλιγατοριδών και των γαβιαλιδών.
Οι κροκόδειλοι είναι διαδεδομένοι σε πολλά μέρη της γης. Σήμερα μπορεί να συναντηθούν κροκόδειλοι στη βόρεια και κεντρική Αμερική, στο βορειοδυτικό τμήμα της νότιας Αμερικής, στις Αντίλλες, στην Αφρική καθώς και στα νησιά που βρίσκονται στις ανατολικές της ακτές, στην Ινδονησία, στις Φιλιππίνες, στη νότια Ασία.
Οι δεινόσαυροι ήταν σπονδυλωτά ζώα που κυριάρχησαν στο γήινο οικοσύστημα για πάνω από 160 εκατομμύρια χρόνια. Πρωτοεμφανίστηκαν πριν 230 εκατομμύρια χρόνια. Στο τέλος της Κρητιδικής περιόδου πριν 65 εκατομμύρια χρόνια, οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν, πράγμα που σήμανε το τέλος της κυριαρχίας τους στον πλανήτη. Τα σημερινά πτηνά είναι άμεσοι απόγονοι των θηριόποδων δεινοσαύρων, και κατά συνέπεια θεωρούνται ως η μόνη ομάδα δεινοσαύρων που επέζησε.
Η όρκα (Orcinus orca) , που αναφέρεται κοινώς ως φάλαινα δολοφόνος (και σπανιότερα ως "Μαύρο ψάρι" (blackfish) στα Αγγλικά), είναι οδοντοφόρα φάλαινα που ανήκει στην οικογένεια κητών Δελφινίδες (Delphinidae). Οι όρκες απαντώνται σε όλους τους ωκεανούς, από τις παγωμένες περιοχές της Αρκτικής και της Ανταρκτικής έως τις τροπικές θάλασσες. Οι φάλαινες-δολοφόνοι, ως είδος, έχουν ποικίλη διατροφή, αν και συχνά επί μέρους πληθυσμοί εξειδικεύονται σε συγκεκριμένα είδη θηραμάτων. Κάποιες τρέφονται αποκλειστικά με ψάρια, ενώ άλλες κυνηγούν θαλάσσια θηλαστικά όπως: θαλάσσιους λέοντεςφώκιεςθαλάσσιους ίππους, ακόμη και μεγάλες φάλαινες. Οι όρκες θεωρούνται κορυφαίοι θηρευτές, καθώς δεν έχουν φυσικούς εχθρούς και τρέφονται ακόμα και με μεγάλους καρχαρίες.

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

Τα κουνάβια ή βολιώτες αποτελούν το γένος Μάρτης (Marten ή Martens) της υποοικογένειας Ικτιδίνες, της οικογένειας Ικτιδίδες.
Μαμούθ είναι η συνηθισμένη ονομασία του ελέφαντα του πρωτογενούς, που θεωρείται ο πρόγονος του σημερινού ελέφαντα. Η καταγωγή του μαμούθ είναι ακόμα άγνωστη αλλά είναι σύγχρονο του παλαιολιθικού ανθρώπου, όπως δείχνουν οι απεικονίσεις πάνω στα τοιχώματα των παλαιολιθικών σπηλαίων που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος της παγετώδους εποχής. Σύμφωνα με μία άποψη, το μαμούθ πρέπει ν' αποτελεί ένα ειδικό κλάδο που αποχωρίστηκε απ' τον κεντρικό κορμό των προβοσκιδωτών κατά την κατώτερη τεταρτογενή εποχή κι αναπτύχθηκε στις αρκτικές περιοχές της Ευρασίας. Κατά την άποψη του Αμερικανού παλαιοζωολόγου Όσμπορν, θεωρείται ότι είναι αφρικανικής καταγωγής, που προσαρμόστηκε στις παγετώδεις συνθήκες μέσα στις οποίες βρέθηκε. Σημαντικό χαρακτηριστικό των μαμούθ ήταν οι ιδιαίτερα μεγάλοι χαυλιόδοντες.
Οι βραδύποδες είναι θηλαστικά της οικογένειας των Βραδυποδιδών (Bradypodidae) και Μεγαλονυχίδων (Megalonychidae). Ζουν στις τροπικές ζώνες της Κεντρικής και της Νότιας Οι βραδύποδες φτάνουν σε ύψος τα 50-75 εκ., έχουν πολύ κοντή ή και καθόλου ουρά και άκρα μακριά με μεγάλα νύχια ζυγίζουν από 4 έως 7 κιλά. Το κεφάλι τους είναι μικρό και στρογγυλωπό, με κοντό ρύγχος και τρίχωμα. Ο λαιμός του είναι εξαιρετικά εύκαμπτος:Μπορούν να τον γυρίσουν μέχρι και 270°, χωρίς να κουνήσουν το υπόλοιπο σώμα. Τρέφονται αποκλειστικά με φύλλα και ζουν μοναχικά, κρυμμένοι στα δάση της Ονδούρας, της Παραγουάης και της Βόρειας Αργεντινής. Περνούν τον περισσότερο χρόνο γαντζωμένοι στα κλαδιά των δένδρων των τροπικών δασών και μετακινούνται από το ένα κλαδί στο άλλο με την ράχη προς τα κάτω. Το σώμα τους καλύπτεται από τρίχωμα, το οποίο φαίνεται πρασινωπό, καθώς φιλοξενεί μικρά φύκη, και η θερμοκρασία του κυμαίνεται από τους 20 έως τους 32 βαθμούς, ανάλογα με την εξωτερική. Οι βραδύποδες θεωρούνται σύμβολο της οκνηρίας, καθώς κινούνται πολύ αργά. Υπάρχουν δύο γένη τα Bradypus και Choloepus. Τα πιο κοινά είδη είναι ο τριδάκτυλος βραδύπους (Bradypus tridaktylus) ή άι-άι, λόγω της φωνής του, και ο πολυδάκτυλος βραδύπους (Choloepus didaktylus), που είναι γνωστός ως ου ναού.Αμερικής.
Οι Νυχτερίδες είναι θηλαστικά που σχηματίζουν την τάξη των Χειρόπτερων (Chiroptera). Είναι τα μόνα θηλαστικά που μπορούν να πετούν. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη τάξη θηλαστικών (περιλαμβάνει περισσότερα από 1000 είδη).
Η νυχτερίδα δεν διαθέτει φτερά αλλά πετάει με τη βοήθεια των μπροστινών της άκρων (από εκεί και η ονομασία Χειρόπτερα), των οποίων τα δάκτυλα είναι μεταξύ τους ενωμένα με μεμβράνη. Σε αντίθεση με τα πουλιά, η νυχτερίδα δεν κουνά ολόκληρο το άκρο που χρησιμοποιείται για την πτήση, αλλά μόνο τα μεμβρανώδη δάκτυλα.
Το πάντα, η αιλουρόποδη αρκούδα[3] (Ailuropoda melanoleuca - Αιλουρόπους ο μελανόλευκος), γνωστό επίσης ως το γιγαντιαίο πάντα για να το ξεχωρίζουμε από το μη συγγενικό του κόκκινο πάντα, είναι μία αρκούδα που απαντάται στην κεντροδυτική και νοτιοδυτική Κίνα. Αναγνωρίζεται εύκολα από τις μεγάλες, χαρακτηριστικές μαύρες κηλίδες γύρω από τα μάτια του, τα αφτιά του, και κατά μήκος του στρόγγυλου σώματός του. Αν και κατατάσσεται στην τάξη των Σαρκοφάγων τρέφεται κατά 99% με μπαμπού. Τα πάντα στην φύση σποραδικά τρώνε άλλα είδη φυτών, άγριους βολβούς, ή ακόμα και κρέας με την μορφή πουλιών, τρωκτικών ή ψοφιμιών. Στην αιχμαλωσία(εθνικά πάρκα/ζωολογικοί κήποι), μερικές φορές τρώνε μέλι, αβγά, ψάρια, γλυκοπατάτες, φύλλα θάμνων, πορτοκάλια ή μπανάνες μαζί με το ειδικά παρασκευασμένο φαγητό.
Το γιγαντιαίο πάντα ζει σε λίγα βουνά της κεντρικής Κίνας, κυρίως στην επαρχία Σετσουάν, αλλά και στις επαρχίες Σαανσί και Γκανσού. Ως αποτέλεσμα της εντατικής καλλιέργειας, της αποψιλώσεως των δασών και άλλων εξελίξεων, τα πάντα έχουν οδηγηθεί μακριά από τις πεδινές περιοχές όπου παλαιότερα κατοικούσαν.
 Ο βάτραχος είναι ένα από τα γνωστότερα αμφίβια. Μαζί με τους φρύνους αποτελεί την τάξη των άνουρων αμφίβιων. Το γένος των βατράχων ανήκει στην τάξη των ανούρων, που υπάγεται στα αμφίβια. Τα πιο συνηθισμένα είδη βατράχου στην Ελλάδα είναι ο βάτραχος ο πράσινος και ο βάτραχος ο κοινός. Βόρτακος είναι ο βάτραχος στην Κυπριακή διάλεκτο.Επίσης η λέξη βορτακόντυμα αναφέρεται στα πράσινα φύκια του γλυκού νερού.
Ο λαγός ο κοινός (αρχ. ελλ.«λαγωός»λατ. ονομ.: «Lepus») είναι φυτοφάγο θηλαστικό, το οποίο ανήκει στην οικογένεια των λαγιδών. Το μήκος του φτάνει τα 75 εκ. και η ουρά του τα 8 εκ. Το βάρος του φτάνει τα 4-6 κιλά. Το τρίχωμά του αποτελείται από κοντές τρίχες σαν μαλλί και μακριές σαν στάχυα. Αλλάζει χρώμα ανάλογα με την εποχή και το περιβάλλον, και είναι γρήγορο και ευκίνητο ζώο. Τρέχει με 70 χιλιόμετρα την ώρα αλλά ποτέ σε ευθεία, ώστε να παραπλανεί τους διώκτες του. Μπορεί να πηδήξει πάνω από 5 μέτρα.